- παράβολον
- παράβολοςwith a side-meaningmasc/fem acc sgπαράβολοςwith a side-meaningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПАРАБОЛОН — • Παράβολον, см. Iudicium, Судопроизводство, 5 … Реальный словарь классических древностей
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
Апелляция аттическая — • Έφεσις. Против приговора суда гелиастов собственной апелляции не могло быть. Лишь при приговоре за неявку в суд обвиненный мог апеллировать (την μη ου̃σαν αντιλαχει̃ν, если процесс велся перед диэтетами; την ερημον… … Реальный словарь классических древностей
STOICI — Philosophorum secta, cuius auctor est Zeno Cittieus, Strabo l. 14. Κίττιον ἔχει λιμένα κλειςτόν. εντἐυθέν ἐςτι Ζην´ων ὁ τῆς Στωϊκῆς αἰρέσεως ἀρχηγέτης. Stoicis autem nomen a porticu, ubi docuit Zeno. Quasi dicas, porticenses, ve. porticuarios.… … Hofmann J. Lexicon universale
παράβολο — (Νομ.). Χρηματικό ποσό που προκαταβάλλεται στο Δημόσιο Ταμείο, είτε για την άσκηση ένδικου μέσου (έφεσης, αναίρεσης, αίτησης ακύρωσης κλπ.) είτε για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος (υποβολή υποψηφιότητας βουλευτών κλπ.). Κατά τον Κώδικα… … Dictionary of Greek
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek
παραβόλιον — τὸ, Α [παράβολον] 1. το παράβολο 2. πληρωμή έναντι λογαριασμού 3. το επιτίμιο … Dictionary of Greek